μελαμβαθής — darkly deep masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαθῆ — μελαμβαθής darkly deep neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) μελαμβαθής darkly deep masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) μελαμβαθής darkly deep masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαθεῖς — μελαμβαθής darkly deep masc/fem acc pl μελαμβαθής darkly deep masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμβαθέος — μελαμβαθής darkly deep masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κευθμών — κευθμών, ῶνος, ὁ (Α) [κεύθω] 1. κρύπτη, κρυψώνας, σπηλιά («κευθμῶνας ὀρέων», Πίνδ.) 2. ο κάτω κόσμος, ο Άδης («Ταρτάρου μελαμβαθὴς κευθμὼν καλύπτει» τόν σκεπάζει ο βαθύς και σκοτεινός θόλος τού Ταρτάρου, ο κατασκότεινος κρυψώνας, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek